Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η χρηματική κυκλοφορία

  • 1 оборот

    оборот м 1) (поворот) η στροφή, η τροπή 2) эк. η κυκλοφορία· денежный \оборот η χρηματική κυκλοφορία 3) (обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος· на \обороте о πίσθεν 4): \оборот речи η έκφραση
    * * *
    м
    1) ( поворот) η στροφή, η τροπή
    2) эк. η κυκλοφορία

    де́нежный оборо́т — η χρηματική κυκλοφορία

    3) ( обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος

    на оборо́те — o πισθεν

    4)

    оборо́т ре́чи — η έκφραση

    Русско-греческий словарь > оборот

  • 2 оборот

    оборот
    м
    1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:
    \оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·
    2. эк. ἡ κυκλοφορία:
    денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·
    3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:
    на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·
    4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·
    5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:
    \оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оборот

  • 3 денежный

    επ.
    1. χρηματικός• νομισματικός•

    -ящик χρηματοκιβώτιο•

    -ая помощь χρηματική! βοήθεια•

    -ая реформа νομισματική μεταρρύθμιση•

    -ое обращение νομισματική κυκλοφορία•

    денежный знак χαρτονόμισμα•

    денежный перевод χρηματικό εμβασμα (επιταγή)•

    денежный штраф χρηματικό πρόστιμο•

    денежный доход χρηματικό έσοδο•

    -ая премия χρηματική επιβράβευση•

    -ые ресурсы χρηματικοί πόροι•

    -ые средства το ρευστό χρήμα•

    денежный мешок το βαλάντιο, το πουγγί•

    -ые затруднения χρηματική (οικονομική) δυσχέρεια.

    2. παραδούχος, παραλής.

    Большой русско-греческий словарь > денежный

См. также в других словарях:

  • παραχάραξη — Η παραποίηση ή η νόθευση νομίσματος, χάρτινου ή μεταλλικού, με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια ενός τέτοιου παραποιημένου ή νοθευμένου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό. Κατά την ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα τιμωρείται …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»